Λίγες ημέρες πριν από την κυκλοφορία του βιβλίου του Γιώργο Λιάνη «Τσιτσάνης: αιώνιος καλπασμός» για τα εκατό χρόνια από τη γέννηση του μεγάλου Τρικαλινού συνθέτη, η Realnews παρουσιάζει άγνωστες πτυχές από τη ζωή του.
Οι γυναίκες υπήρξαν αστείρευτη πηγή έμπνευσης για ον Τσιτσάνη. Στα τραγούδια τις αποκάλεσε: μάγισσες, τρελές, αχάριστες, ψεύτρες, σκληρόκαρδες, σατράπισσες, δαιμωνισμένες, διπλωμάτισσες, κακούργες, παλιοκόριτσα, ασυλλόγιστες, μπαμπέσες, παμπόνηρες και σκάρτες, αλλά και αρχόντισσες, μαργιόλες, φίνες, μεθυστικές, μποέμισσες, πεταχτές, νοστιμούλες, κουκλίτσες, λάγνες, ερωτιάρες, ονειρεμένες, νεράιδες, αγαπούλες. Ποιος ποιητής, ποιος άλλος Έλληνας μίλησε και ονόμασε με τέτοιους τρόπους τις γυναίκες και τη μοίρας τους; Μόνον αυτός έγινε το σταυροδρόμι, όπου οι αισθηματικές διασταυρώσεις ολόκληρων ταπεινών και τα πάθη των ταπεινών και καταφρονημένων βρήκαν καταφύγιο και απέκτησαν φωνή. Όταν θέλησα να διαλευκάνω το ζήτημα των αντιθέσεων στους χαρακτηρισμούς στα τραγούδια του, ο Τσιτσάνης μου έδωσε μία απάντηση αποστοματική:
-Ε, καλά, λοιπόν, δάσκαλε. Αφού τόσο πολύ τις εκτιμάτε, τις θαυμάζεται και τις υμνείτε, τότε γιατί συχνά στα τραγούδια σας τις λέτε άμυαλές, τρελές, ξελογιάστρες, κακούργες...;
-Γιατί καμία γυναίκα δεν στέκεται στα καλά της!
Εδώ, βέβαια, πρέπει να πούμε πως αρκετά από τα ερωτικά τραγούδι που έγραψε ο Τσιτσάνης είναι αλληγορικά και κρύβουν μια κριτική περιγραφή της κοινωνικοπολιτικής κατάστασης της εποχής. Η τροχοπέδη της λογοκρισίας, μέχρι και τα νεότερα χρόνια, δεν επέτρεπε τη σαφή αναφορά σε πρόσωπα και γεγονότα της επικαιρότητας. Επιδίωκε να καταργήσει όχι μόνο την έκφραση αλλά και την ίδια τη σκέψη και τα συναισθήματα ακόμα, που απερρεαν από τις «δύσκολες» ή «κρίσιμες» συνθήκες ζωης και ύπαρξης. Η αλληγορία ήταν το μέσον για να παρακαμφθεί το οφελές σύστημα της λογοκρισίας. Κι ο Τσιτσάνης τη χρησιμοποίησε δεόντως, καταφέρνοντας να μη στερήσει από τα τραγούδια του τη ποιότητα και του πνευματικου του ταμπεραμέντου.
Τα κύτταρα του Τσιτσάνη ήταν πλασμένα, θαρρείς για τη γυναίκα. Όχι μόνο για τα τραγούδια. Η φωτιά εκδηλώθηκε νωρίς –στ α παιδικά του χρόνια- και δεν έσβησε ποτέ. Ένας δύο ανεκπήρωτοι έρωτες έδειξαν λάδι στη φωτιά. Αν προβάλλουμε τις γυναίκες στην οθονη της φαντασίας του Τσιτσάνη, θα τις δούμε χωρισμένες σε κατηγορίες.
ΟΙ γυναίκες –εικονίσματα, με προεξάρχουσα τη μητέρα του, Βίτω. Σκηνικό, τα φτωχόσπιτο στα Τρίκαλα. Ο Τσιτσάνης λάτρευε την μητέρα του και είχε πάντα ενοχές που την άφησε και κατέβηκε στην Αθήνα. Από τότε, πάντα προσπαθούσε να την ανακουφίσει. Όσοι Τρικαλινοί κατέβαιναν και πήγαιναν στα μαγαζιά όπου δούλευε , έφευγα πάντα με ένα φάκελο γεμάτο χρήματα για τη Βιτω και τη φράση του Τσιτσάνη: «Θέλω να τη προσέχετε. Τη θέλω βασίλισσα». Ο ίδιος διειγείται ότι όσες φορές τη νοσταλγούσε έφευγε με το αυτοκίνητο και σε τέσσερις ώρες ήτα στα Τρίκαλα. Η μητέρα του έκανε του κόσμου τις χάρες και τον γέμιζε με ευχές. Αξίζει εδώ να αναφέρουμε αυτά που γράφει με ευλαβικό τρόπο στα «Τετράδια» του.
«Έστελνα στη μάνα μου την συγχωρεμένη επιταγές κι αυτή, μόνο που δεν την έβλεπα, πότιζε τα γράμματα της με δάκρυα χαράς και συγκίνησης που μ’ έστελνε μ’ αυτά χίλιες ευχές.Ευχές μάνας,ασύλληπτο το μεγελείον αυτο των δύο λέξεων καθώς και η δύναμη». Η οθόνη αλλάζει. Η γυναίκα με όλη τη σημασία της λέξεως. Έρωτας, σύζυγος, μητέρα των παιδιών, σύντροφος. Αυτοκράτειρα η Ζωή. Δεν υπήρξε άλλη. Ο Τσιτσάνης δεν πιστεύω να ικέτεψε άλλη γυναίκα στη ζωή του. Οι γυναίκες ικέτευαν τον Τσιτσάνη. Ξέρουμε τέτοια περιστατικά παντού και πάντα. Διαρκείας. Ενώ θεωριτικά, σε συζητήσεις, έλεγε πως μισεί τον γάμο, ο ίδιος τον επιζήτησε και μάλιστα με σθένος. Έμεινε συνεπής σε αυτόν μέχρι το τέλος της ζωής του.
Και πάλι η οθόνη αλλάζει. Οι γυναίκες της φαντασίας του. Εδώ τα πράγματα γίνονται περίπλοκα. Παλάτια, οντάδες, χαρέμια, Χόλιγουντ, Μόντε Κάρλο, βασίλισσες, σεξοβόμβες, αραπίνες, μάγισσες –ων ουκ έστιν αριθμός- και να σου μιλάει για τις φαντασιώσεις του, που άρχιζαν από την Τζιν Χάρλοου και τη Μέριλιν Μονρόε, έφταναν στη Σοφία Λόρεν, περνούσαν από τη Ρίτα Χέιγουορθ και κατέληγαν στην κορυφή των κορυφών, Τζέιν Μάνσφιλντ, προφανώς λόγω των διαστάσεων, ενενήντα-εξήντα-ενενήντα.
Είλωτας η φαντασία του σε αυτές τις γυναίκες.
Ποια ήταν η γνώμη του γι’αυτές; Ανάλογα με την εποχή, την διάθεση του, την ισορροπία του, έχουμε φουστάνιαανυπότακτα, γυναίκες που μεταμορφώνονταν, σεισμικές γυναίκες, γυναίκες –διαδήματα των τραγουδιών του, γυναίκες-σύμβολα,αλλά και γυναίκες –παλιοκόριτσα έως και βρομοθύληκα. Στο τσιτσανικό πάνθεον πέντε γυναίκες ήταν κορυφαίες. Η μητέρα του Βίτω, η γυναίκα του Ζωή, η κόρη του Βικτωρία, η μούσα της «Αρχόντισσας» Ελίζα και οι φευγαλέοι έρωτες, που θα τους προσωποποιούσα στη Μαρίκα Ντίνου. Αν υποθέσουμε ότι ο Τσιτσάνης ήταν ο ήρωας του «Οκτώμισι», που στο τέλος ο πρωταγωνιστής καλεί σε ένα συμφιλιωτικό χορό στα προσωπα που έπαιξαν ρόλο στη ζωή του, άνδρες και γυναίκες, τότε αυτός ο κύκλος, εκτός από τις γυναίκες που προανέφερα, θα περιλάμβανε και την Ευαγγελια Μαργαρώνη, τη Σωτηρία Μπέλλου, τη Στέλλα Χασκήλ, την Καίτη Γκρέυ, την Ιωάννα Γεωργακοπούλου, την Αλεξάνδρα, δυο παιδικούς του έρωτες –στα Τρίκαλα και την Καλαμπάκα- και την Ιταλίδα Ραμπέλα, είτε είναι υπαρκτό είτε ανύπαρκτο πρόσωπο. Όλες αυτές οι γυναίκες περιφέρονται άλλοτε σαν λαμπροί ήλιοι και άλλοτε σαν μάταιοι ίσκιοι στη ζωή του. Ορχούμενες χανούμισσες –και η φαντασία του καλπάζει. Το λέει πού εύγλωττα ο ίδιος; «Μουσικός γίνεται κανένας με τη σάρκα του. Και τη φαντασία του.
Οι γυναίκες υπήρξαν αστείρευτη πηγή έμπνευσης για ον Τσιτσάνη. Στα τραγούδια τις αποκάλεσε: μάγισσες, τρελές, αχάριστες, ψεύτρες, σκληρόκαρδες, σατράπισσες, δαιμωνισμένες, διπλωμάτισσες, κακούργες, παλιοκόριτσα, ασυλλόγιστες, μπαμπέσες, παμπόνηρες και σκάρτες, αλλά και αρχόντισσες, μαργιόλες, φίνες, μεθυστικές, μποέμισσες, πεταχτές, νοστιμούλες, κουκλίτσες, λάγνες, ερωτιάρες, ονειρεμένες, νεράιδες, αγαπούλες. Ποιος ποιητής, ποιος άλλος Έλληνας μίλησε και ονόμασε με τέτοιους τρόπους τις γυναίκες και τη μοίρας τους; Μόνον αυτός έγινε το σταυροδρόμι, όπου οι αισθηματικές διασταυρώσεις ολόκληρων ταπεινών και τα πάθη των ταπεινών και καταφρονημένων βρήκαν καταφύγιο και απέκτησαν φωνή. Όταν θέλησα να διαλευκάνω το ζήτημα των αντιθέσεων στους χαρακτηρισμούς στα τραγούδια του, ο Τσιτσάνης μου έδωσε μία απάντηση αποστοματική:
-Ε, καλά, λοιπόν, δάσκαλε. Αφού τόσο πολύ τις εκτιμάτε, τις θαυμάζεται και τις υμνείτε, τότε γιατί συχνά στα τραγούδια σας τις λέτε άμυαλές, τρελές, ξελογιάστρες, κακούργες...;
-Γιατί καμία γυναίκα δεν στέκεται στα καλά της!
Εδώ, βέβαια, πρέπει να πούμε πως αρκετά από τα ερωτικά τραγούδι που έγραψε ο Τσιτσάνης είναι αλληγορικά και κρύβουν μια κριτική περιγραφή της κοινωνικοπολιτικής κατάστασης της εποχής. Η τροχοπέδη της λογοκρισίας, μέχρι και τα νεότερα χρόνια, δεν επέτρεπε τη σαφή αναφορά σε πρόσωπα και γεγονότα της επικαιρότητας. Επιδίωκε να καταργήσει όχι μόνο την έκφραση αλλά και την ίδια τη σκέψη και τα συναισθήματα ακόμα, που απερρεαν από τις «δύσκολες» ή «κρίσιμες» συνθήκες ζωης και ύπαρξης. Η αλληγορία ήταν το μέσον για να παρακαμφθεί το οφελές σύστημα της λογοκρισίας. Κι ο Τσιτσάνης τη χρησιμοποίησε δεόντως, καταφέρνοντας να μη στερήσει από τα τραγούδια του τη ποιότητα και του πνευματικου του ταμπεραμέντου.
Τα κύτταρα του Τσιτσάνη ήταν πλασμένα, θαρρείς για τη γυναίκα. Όχι μόνο για τα τραγούδια. Η φωτιά εκδηλώθηκε νωρίς –στ α παιδικά του χρόνια- και δεν έσβησε ποτέ. Ένας δύο ανεκπήρωτοι έρωτες έδειξαν λάδι στη φωτιά. Αν προβάλλουμε τις γυναίκες στην οθονη της φαντασίας του Τσιτσάνη, θα τις δούμε χωρισμένες σε κατηγορίες.
ΟΙ γυναίκες –εικονίσματα, με προεξάρχουσα τη μητέρα του, Βίτω. Σκηνικό, τα φτωχόσπιτο στα Τρίκαλα. Ο Τσιτσάνης λάτρευε την μητέρα του και είχε πάντα ενοχές που την άφησε και κατέβηκε στην Αθήνα. Από τότε, πάντα προσπαθούσε να την ανακουφίσει. Όσοι Τρικαλινοί κατέβαιναν και πήγαιναν στα μαγαζιά όπου δούλευε , έφευγα πάντα με ένα φάκελο γεμάτο χρήματα για τη Βιτω και τη φράση του Τσιτσάνη: «Θέλω να τη προσέχετε. Τη θέλω βασίλισσα». Ο ίδιος διειγείται ότι όσες φορές τη νοσταλγούσε έφευγε με το αυτοκίνητο και σε τέσσερις ώρες ήτα στα Τρίκαλα. Η μητέρα του έκανε του κόσμου τις χάρες και τον γέμιζε με ευχές. Αξίζει εδώ να αναφέρουμε αυτά που γράφει με ευλαβικό τρόπο στα «Τετράδια» του.
«Έστελνα στη μάνα μου την συγχωρεμένη επιταγές κι αυτή, μόνο που δεν την έβλεπα, πότιζε τα γράμματα της με δάκρυα χαράς και συγκίνησης που μ’ έστελνε μ’ αυτά χίλιες ευχές.Ευχές μάνας,ασύλληπτο το μεγελείον αυτο των δύο λέξεων καθώς και η δύναμη». Η οθόνη αλλάζει. Η γυναίκα με όλη τη σημασία της λέξεως. Έρωτας, σύζυγος, μητέρα των παιδιών, σύντροφος. Αυτοκράτειρα η Ζωή. Δεν υπήρξε άλλη. Ο Τσιτσάνης δεν πιστεύω να ικέτεψε άλλη γυναίκα στη ζωή του. Οι γυναίκες ικέτευαν τον Τσιτσάνη. Ξέρουμε τέτοια περιστατικά παντού και πάντα. Διαρκείας. Ενώ θεωριτικά, σε συζητήσεις, έλεγε πως μισεί τον γάμο, ο ίδιος τον επιζήτησε και μάλιστα με σθένος. Έμεινε συνεπής σε αυτόν μέχρι το τέλος της ζωής του.
Και πάλι η οθόνη αλλάζει. Οι γυναίκες της φαντασίας του. Εδώ τα πράγματα γίνονται περίπλοκα. Παλάτια, οντάδες, χαρέμια, Χόλιγουντ, Μόντε Κάρλο, βασίλισσες, σεξοβόμβες, αραπίνες, μάγισσες –ων ουκ έστιν αριθμός- και να σου μιλάει για τις φαντασιώσεις του, που άρχιζαν από την Τζιν Χάρλοου και τη Μέριλιν Μονρόε, έφταναν στη Σοφία Λόρεν, περνούσαν από τη Ρίτα Χέιγουορθ και κατέληγαν στην κορυφή των κορυφών, Τζέιν Μάνσφιλντ, προφανώς λόγω των διαστάσεων, ενενήντα-εξήντα-ενενήντα.
Είλωτας η φαντασία του σε αυτές τις γυναίκες.
Ποια ήταν η γνώμη του γι’αυτές; Ανάλογα με την εποχή, την διάθεση του, την ισορροπία του, έχουμε φουστάνιαανυπότακτα, γυναίκες που μεταμορφώνονταν, σεισμικές γυναίκες, γυναίκες –διαδήματα των τραγουδιών του, γυναίκες-σύμβολα,αλλά και γυναίκες –παλιοκόριτσα έως και βρομοθύληκα. Στο τσιτσανικό πάνθεον πέντε γυναίκες ήταν κορυφαίες. Η μητέρα του Βίτω, η γυναίκα του Ζωή, η κόρη του Βικτωρία, η μούσα της «Αρχόντισσας» Ελίζα και οι φευγαλέοι έρωτες, που θα τους προσωποποιούσα στη Μαρίκα Ντίνου. Αν υποθέσουμε ότι ο Τσιτσάνης ήταν ο ήρωας του «Οκτώμισι», που στο τέλος ο πρωταγωνιστής καλεί σε ένα συμφιλιωτικό χορό στα προσωπα που έπαιξαν ρόλο στη ζωή του, άνδρες και γυναίκες, τότε αυτός ο κύκλος, εκτός από τις γυναίκες που προανέφερα, θα περιλάμβανε και την Ευαγγελια Μαργαρώνη, τη Σωτηρία Μπέλλου, τη Στέλλα Χασκήλ, την Καίτη Γκρέυ, την Ιωάννα Γεωργακοπούλου, την Αλεξάνδρα, δυο παιδικούς του έρωτες –στα Τρίκαλα και την Καλαμπάκα- και την Ιταλίδα Ραμπέλα, είτε είναι υπαρκτό είτε ανύπαρκτο πρόσωπο. Όλες αυτές οι γυναίκες περιφέρονται άλλοτε σαν λαμπροί ήλιοι και άλλοτε σαν μάταιοι ίσκιοι στη ζωή του. Ορχούμενες χανούμισσες –και η φαντασία του καλπάζει. Το λέει πού εύγλωττα ο ίδιος; «Μουσικός γίνεται κανένας με τη σάρκα του. Και τη φαντασία του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
- Προσπαθήστε να γράφετε με Ελληνικούς χαρακτήρες και όχι greeklish!
- Μη προσβάλλετε τη σελίδα με άσχετα για το περιεχόμενο σχόλια!